βιαιομαχος

βιαιομαχος
    βιαιομάχος
     v. l. = βιαιομάχας См. βιαιομαχας

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βιαιομαχος" в других словарях:

  • βιαιομάχος — βιαιομάχος, ο (Α) αυτός που μάχεται βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + μαχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • βιαιομάχος — fighting violently masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιομαχώ — βιαιομαχῶ ( έω) (Α) [βιαιομάχος] μάχομαι εξ επαφής, εκ του συστάδην …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»